αλύθιαστος

αλύθιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γονιμοποιηθεί με ορνιά
2. που δεν έχει μπολιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *λυθιαστός < λυθιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”